- ιδιαίτερος
- -η, -ο, θηλ. και ιδιαιτέρα (ΑΜ ἰδιαίτερος, -έρα, -ον)1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε κάποιον (α. «ιδιαίτερη κατοικία» β. «ιδιαίτερη πατρίδα» — ο τόπος γέννησηςγ. «ἔνιαι τῶν αἰσθήσεων ἐν τῇ κεφαλῇ τοῑς ζῴοις εἰσὶ, τοῡτο δ' ὁρῶντες ἰδιαίτερον ὂν τῶν ἄλλων μορίων», Αριστοτ.)2. ο ξεχωριστός, ο εξαίρετος («ιδιαίτερες ικανότητες»)νεοελλ.1. ο προσεγμένος, ο φροντισμένος («ιδιαίτερες περιποιήσεις»)2. ο μη κοινός με άλλους, ο χωριστός («ιδιαίτερο υπόμνημα»)3. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο ιδιαίτερος, η ιδιαιτέραπροσωπικός αποκλειστικά γραμματέας αξιωματούχου, συνήθως υπουργού4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιδιαίτεραπροσωπικές υποθέσεις, ατομικές υποθέσεις («μην ανακατεύεσαι στα ιδιαίτερά μου»).επίρρ...ιδιαιτέρως και ιδιαίτερα1. χωριστά από τους άλλους, μεμονωμένα («θέλω να σού μιλήσω ιδιαιτέρως»)2. εξαιρετικά («τον εκτιμά ιδιαιτέρως»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ίδιος + κατάλ. συγκρ. βαθμού -αιτερος (αντί -οτερος / -ωτερος), πρβλ. ησυχ-αίτερος, παλ-αίτερος].
Dictionary of Greek. 2013.